"Ακούγοντας τη βροχή" ποίημα του Γιάννη Πιταροκοίλη
Ακούγοντας τη βροχή
Ακούγοντας τη βροχή να πέφτει,
στέκεις εκεί κολλημένος στο νοτισμένο παραθύρι,
καραδοκώντας με το βλέμμα σου τις σταγόνες,
που αρμενίζουν στο δικό τους ταξίδι στο τζάμι.
Ακούγοντας τη βροχή, καρτεράς να δεις ποιο τραγούδι θα διαλέξει.
Θα στήσει τη δική της ορχήστρα πάνω στην ξύλινη στέγη
τα δικά της βιολιά θα 'ναι στα γυάλινα του σπιτιού
και τα κρουστά της στα κεραμίδια της σκεπής.
Και ο ρυθμός θα αφήνεται στην αγκαλιά της.
Πότε είναι ένα απαλό θρόισμα που κάνουν οι λίγες σταλαγματιές,
λες και μετριούνται με τη δική τους συστολή,
ντροπαλές σαν τις μικρές παρθένες κόρες.
Πότε είναι ένα αλέγκρο τραγούδι, με ρυθμό και ήχο ξέχωρο,
με το δικό του ρεφραίν και στίχους.
Πότε γίνεται ένα κρεσέντο από ήχους ξέφρενους,
να κραυγάζει, να απειλεί, να δυναμώνει,
σε παρασύρει, σε φοβίζει.
Ακούγοντας τη βροχή αναμετριέσαι με τη ζωή έξω απ' το τζάμι,
αυτά που συμβαίνουν έξω από σένα,
γνώριμα μα μακρινά.
Δεν μπορείς να απλώσεις τα χέρια να τα αγγίξεις,
μονάχα να τα δεις, να τα ποθήσεις, να τα ονειρευτείς,
μέχρι και να τα νοσταλγήσεις.
Ακούγοντας τη βροχή, πόσες και πόσες φορές δεν γύρισες με το νου σου
σ' αυτήν την εικόνα της αναπόλησης.
Πόσες φορές δεν θυμήθηκες αυτό σου το βλέμμα ανέκφραστο, γλυκό,
ν' αγναντεύει τον κόσμο γύρω του.
Εκεί σ' αυτό το παράθυρο έκανες το δικό σου στέκι.
Από εκεί το βλέμμα σου έπεφτε στην αυλή, έξω από αυτή,
απλώνονταν στη μάντρα, στο ξέφωτο, στην αλάνα.
Έπαιρνε τις σκέψεις σου και τις έκανε καραβάκι σε πλεούμενα ποτάμια.
Τον προορισμό τον όριζες εσύ, τον έπλαθες με της φαντασίας τον οίστρο,
με τα χρώματα της ψυχής σου, με τα πινέλα της καρδιάς.
Εκεί άπλωνες τις εικόνες του κόσμου σου, τα μικρά σου όνειρα.
Ώσπου τα χρόνια πέρασαν, διάβηκαν.
Άλλα γίνηκαν αλήθεια, άλλα χάθηκαν, άλλα ξεθώριασαν,
άλλα δοκιμάστηκαν κι απέτυχαν.
Και εσύ ταξίδεψες μέσα σε όλο αυτό.
Θα 'θελες μα δεν είσαι πια παιδί.
Και το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι;
Ότι δεν υπάρχει πια εκείνο το ξύλινο παράθυρο να κρατηθείς,
δεν υπάρχει εκείνο το τζάμι με τις σταγόνες
δεν υπάρχει αυλή να απλώσεις το βλέμμα σου.
Μήτε η αλάνα, που την κατάπιε η ανοικοδόμησις.
Τώρα πια, δεν υπάρχουν οι στέγες που σου τραγουδούσε η βροχή
και το βλέμμα σου αντικρίζει μονάχα τσιμέντο γκρίζο και σιωπή.
Τίποτα από όλα εκείνα που το βλέμμα το παιδικό ατένιζε τότε.
Ακούγοντας τη βροχή τώρα, βλέπεις τις σταγόνες της να ρέουν στο παράθυρο,
για να ενωθούν με τις σταγόνες απ' τα μάτια σου,
για τα δάκρυα της καρδιάς σου.
Το όμορφο εκείνο παράθυρο χάθηκε για πάντα,
πυρπολήθηκε στα ανεκπλήρωτα όνειρα.
Ίσως να το πήρε η βροχή στο ορμητικό της διάβα,
να το έκανε ποτάμι βουερό, όπως το κλάμα σου και το κάλεσμά σου.
Γλυκιά μου βροχή, θα μού πεις ποτέ ξανά το τραγούδι σου;
Θα μού τραγουδήσεις τον καημό σου;
Να σε καρτερέψω γλυκιά μου;
Ή θα γίνω πετρωμένη μορφή κοιτώντας ίσως τον καθρέφτη της Μέδουσας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου